εξομματώ

εξομματώ
ἐξομματῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια
2. διασαφώ
3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια
4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξόμματος — ἐξόμματος, ον (AM) [εξομματώ] φανερός, ολοφάνερος μσν. τυφλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”